Κηρύκεσσι

Κηρύκεσσι
Κήρυξ
masc dat pl (epic aeolic)
Κήρυκες
masc dat pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηρύκεσσι — κῆρυξ herald masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικεράννυμι — ἐπικεράννυμι (Α) ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”